- κλίμακ'
- κλί̱μακα , κλῖμαξladderfem acc sgκλί̱μακι , κλῖμαξladderfem dat sgκλί̱μακε , κλῖμαξladderfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek
καχρυδίας — καχρυδίας, ὁ (Α) 1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι 2. φρ. «καχρυδίας πυρός» είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ (κάχρυς, υδος) + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιμακ ίας, τραπεζ ίας)) … Dictionary of Greek
κεγχρωτός — κεγχρωτός, ή, όν (Α) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει πολλά μικρά εξογκώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κεφαληδόν — (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, κλιμακ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κιονηδόν — (Α) επίρρ. 1. σαν κίονας* 2. φρ. «γράφω κιονηδόν» γράφω σε κάθετες γραμμές, γράφω από πάνω προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιον (τού κίων) + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (που δηλώνει τρόπο), πρβλ. βαθμ ηδόν, κλιμακ ηδόν] … Dictionary of Greek
κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» … Dictionary of Greek
κρινωτός — κρινωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα ωτός (πρβλ. ακτιν ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κτενωτός — ή, ό (Α κτενωτός, ή, όν) 1. (για μάλλινα υφάσματα) λαναρισμένος, ξασμένος, κατεργασμένος, υφασμένος 2. χτενιστός, χτενισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek